αμφιθεατρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμφιθεατρικός < αμφιθέατρο
Επίθετο επεξεργασία
αμφιθεατρικός, ή,ό
- ο σχετικός με το αμφιθέατρο
- εκείνος που έχει σχήμα αμφιθεάτρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμφιθεατρικός
|
αμφιθεατρικός, ή,ό
|