Δείτε επίσης: ἀμφιβαρής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιβαρής η αμφιβαρής το αμφιβαρές
      γενική του αμφιβαρούς* της αμφιβαρούς του αμφιβαρούς
    αιτιατική τον αμφιβαρή την αμφιβαρή το αμφιβαρές
     κλητική αμφιβαρή(ς) αμφιβαρής αμφιβαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιβαρείς οι αμφιβαρείς τα αμφιβαρή
      γενική των αμφιβαρών των αμφιβαρών των αμφιβαρών
    αιτιατική τους αμφιβαρείς τις αμφιβαρείς τα αμφιβαρή
     κλητική αμφιβαρείς αμφιβαρείς αμφιβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφιβαρής < ελληνιστική κοινή ἀμφιβαρής

  Επίθετο επεξεργασία

αμφιβαρής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία