αμφεταμίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμφεταμίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμφεταμίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική): φάρμακο που επιταχύνει προσωρινά την λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και χρησιμοποιείται στην θεραπεία διάφορων παθήσεων όπως η κατάθλιψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμφεταμίνη