αμφίγνωμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμφίγνωμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφίγνωμος[1]
Επίθετο επεξεργασία
αμφίγνωμος, -η, -ο
- (λόγιο) που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος, αναποφάσιστος
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμφίγνωμος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αμφίγνωμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας