αμυλοείδωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμυλοείδωση | οι | αμυλοειδώσεις |
γενική | της | αμυλοείδωσης* | των | αμυλοειδώσεων |
αιτιατική | την | αμυλοείδωση | τις | αμυλοειδώσεις |
κλητική | αμυλοείδωση | αμυλοειδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμυλοειδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμυλοείδωση < άμυλο + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμυλοείδωση θηλυκό
- (ιατρική) σπάνια ασθένεια που εμφανίζεται όταν οι πρωτεΐνες που ονομάζονται ινίδια αμυλοειδούς συγκεντρώνονται στα όργανα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμυλοείδωση