Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμπχαζικός η αμπχαζική το αμπχαζικό
      γενική του αμπχαζικού της αμπχαζικής του αμπχαζικού
    αιτιατική τον αμπχαζικό την αμπχαζική το αμπχαζικό
     κλητική αμπχαζικέ αμπχαζική αμπχαζικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμπχαζικοί οι αμπχαζικές τα αμπχαζικά
      γενική των αμπχαζικών των αμπχαζικών των αμπχαζικών
    αιτιατική τους αμπχαζικούς τις αμπχαζικές τα αμπχαζικά
     κλητική αμπχαζικοί αμπχαζικές αμπχαζικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπχαζικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αμπχαζικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία