Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπιγιέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική habilleur

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμπιγιέρ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό αμπιγιέζ)

  Μεταφράσεις επεξεργασία