αμπελοφάσουλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμπελοφάσουλο ουδέτερο
- (φυτό) είδος φασολιού με στενόμακρο σχήμα, που ενίοτε καλλιεργείται ανάμεσα σε κλήματα (ποικιλία Melanophtalma ή Dolichos melanophtalmus του είδους Vigna sinensis)
Συνώνυμα επεξεργασία
- αραποφάσουλο
- γυφτοφάσουλο
- λουβί
- μαυρομάτικο
- τουρκοφάσουλο
- χωριατοφάσουλο
- βελόνα, βελονάκι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμπελοφάσουλο
|