Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπελοφάσουλο τα αμπελοφάσουλα
      γενική του αμπελοφάσουλου των αμπελοφάσουλων
    αιτιατική το αμπελοφάσουλο τα αμπελοφάσουλα
     κλητική αμπελοφάσουλο αμπελοφάσουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπελοφάσουλο < αμπέλι + -ο- + φασόλι + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμπελοφάσουλο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία