αμμόλοφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈmo.lo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐μό‐λο‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμμόλοφος αρσενικό
- λόφος από άμμο
- ※ Μέχρι σήμερα οι ερευνητές γνώριζαν ότι οι αμμόλοφοι αλλάζουν θέση εξαιτίας φυσικών παραγόντων όπως ο αέρας ή το νερό, αλλά δεν κατανοούσαν με ποιον τρόπο σχηματίζονται συγκεκριμένα μοτίβα, όπως αμμόλοφοι με όμοια απόσταση ο ένας από τον άλλον. (Πάνος Τσιμπούκης, Οι αμμόλοφοι δεν σχηματίζονται τυχαία, εφημερίδα Το Βήμα, 5 Φεβρουαρίου 2020)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμμόλοφος
|