Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμμόλουτρο τα αμμόλουτρα
      γενική του αμμόλουτρου των αμμόλουτρων
    αιτιατική το αμμόλουτρο τα αμμόλουτρα
     κλητική αμμόλουτρο αμμόλουτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμμόλουτρο < αμμό- + -λουτρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμμόλουτρο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία