αμετροφαγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμετροφαγία θηλυκό
- η λήψη τροφής σε ποσότητες που ξεπερνούν το μέτρο
- Αμετροφαγία και αμετροποσία μέχρις εσχάτων. Άλλωστε αυτό είναι το σημαινόμενον της Αποκριάς. (*)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αμετροφάγος
- → δείτε τις λέξεις μέτρο και τρώω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμετροφαγία
|