Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αμετροφάγος οι αμετροφάγοι
      γενική του/της αμετροφάγου των αμετροφάγων
    αιτιατική τον/την αμετροφάγο τους/τις αμετροφάγους
     κλητική αμετροφάγε αμετροφάγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμετροφάγος < άμετρ(ος) + -ο- + -φάγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμετροφάγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (λόγιο) που δεν έχει μέτρο στις ποσότητες φαγητού που λαμβάνει

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία