αμβλύστομων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααμβλύστομων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αμβλύστομος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αμβλύστομος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμβλύστομος
αμβλύστομων