αμβλυμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμβλυμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αμβλύνω
Μετοχή επεξεργασία
αμβλυμμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αμβλύνω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμβλυμμένος
|
αμβλυμμένος, -η, -ο
|