αμαστία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμαστία | οι | αμαστίες |
γενική | της | αμαστίας | των | αμαστιών |
αιτιατική | την | αμαστία | τις | αμαστίες |
κλητική | αμαστία | αμαστίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμαστία θηλυκό