αμαξοστάσιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμαξοστάσιο | τα | αμαξοστάσια |
γενική | του | αμαξοστάσιου & αμαξοστασίου |
των | αμαξοστάσιων & αμαξοστασίων |
αιτιατική | το | αμαξοστάσιο | τα | αμαξοστάσια |
κλητική | αμαξοστάσιο | αμαξοστάσια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμαξοστάσιο ουδέτερο
- χώρος στάθμευσης - φύλαξης διαφόρων οχημάτων, όπως δημοτικών οχημάτων, λεωφορείων, τροχιοδρομικών ή σιδηροδρομικών συρμών.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμαξοστάσιο
|