Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμανές οι αμανέδες
      γενική του αμανέ των αμανέδων
    αιτιατική τον αμανέ τους αμανέδες
     κλητική αμανέ αμανέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμανές < (άμεσο δάνειο) τουρκική mâni με ανάπτυξη προτακτικού α-[1] < αραβική معنى (máʕnā)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμανές αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία