αλόφυτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλόφυτο | τα | αλόφυτα |
γενική | του | αλόφυτου & αλοφύτου |
των | αλόφυτων & αλοφύτων |
αιτιατική | το | αλόφυτο | τα | αλόφυτα |
κλητική | αλόφυτο | αλόφυτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλόφυτο ουδέτερο
- (βοτανική) φυτό που μεγαλώνει σε αλμυρό νερό