Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλόη οι αλόες
      γενική της αλόης των αλοών
    αιτιατική την αλόη τις αλόες
     κλητική αλόη αλόες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλόη < ελληνιστική κοινή ἀλόη < εβραϊκή אהל (ʾāhāl) < ταμίλ அகில் (akil) < πρωτοδραβιδική *akiṛ- ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική aloès[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική aloe[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Αloe[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈlo.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λό‐η

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλόη θηλυκό

  1. (φυτό) ποώδες εύχυμο φυτό με φαρμακευτικές και αρωματικές ιδιότητες
  2. υγρό με φαρμακευτικές και αρωματικές ιδιότητες που παράγεται από το φυτό αλόη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 αλόηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)