Δείτε επίσης: αλλοτροπισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλοτροπισμός οι αλοτροπισμοί
      γενική του αλοτροπισμού των αλοτροπισμών
    αιτιατική τον αλοτροπισμό τους αλοτροπισμούς
     κλητική αλοτροπισμέ αλοτροπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλοτροπισμός < αρχαία ελληνική ἅλς + τρόπος + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλοτροπισμός αρσενικό

  • η τάση των υδρόβιων οργανισμών να στρέφονται προς το μέρος που υπάρχει νερό της επιθυμητής γι’ αυτά αλμυρότητας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία