Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλογήσιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλογήσι
ος
η
αλογήσι
α
το
αλογήσι
ο
γενική
του
αλογήσι
ου
της
αλογήσι
ας
του
αλογήσι
ου
αιτιατική
τον
αλογήσι
ο
την
αλογήσι
α
το
αλογήσι
ο
κλητική
αλογήσι
ε
αλογήσι
α
αλογήσι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλογήσι
οι
οι
αλογήσι
ες
τα
αλογήσι
α
γενική
των
αλογήσι
ων
των
αλογήσι
ων
των
αλογήσι
ων
αιτιατική
τους
αλογήσι
ους
τις
αλογήσι
ες
τα
αλογήσι
α
κλητική
αλογήσι
οι
αλογήσι
ες
αλογήσι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλογήσιος
<
άλογο
Επίθετο
επεξεργασία
αλογήσιος, -α, -ο
που ανήκει στο
άλογο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
άλογο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλογήσιος
γαλλικά
:
chevalin
(fr)