αλμπίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλμπίνα < θηλυκό του αλμπίνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλμπίνα θηλυκό
- γυναίκα που πάσχει από αλφισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλμπίνα
→ δείτε τη λέξη αλμπίνος |
αλμπίνα θηλυκό
→ δείτε τη λέξη αλμπίνος |