αλλεργιογόνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλεργιογόνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλλεργιογόνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλλεργιογόνο ουδέτερο
- (ιατρική) οποιοδήποτε αντίγονο που προκαλεί αλλεργική αντίδραση.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλεργιογόνο
|