Δείτε επίσης: αντιγόνο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίγονο τα αντίγονα
      γενική του αντιγόνου
αντίγονου
των αντιγόνων
    αιτιατική το αντίγονο τα αντίγονα
     κλητική αντίγονο αντίγονα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίγονο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντίγονον [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anˈdi.ɣo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντί‐γο‐νο
τονικό παρώνυμο: αντιγόνο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίγονο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία