αλλαισθησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλλαισθησία θηλυκό
- η δυσλειτουργική αντίληψη και πρόσληψη παραστάσεων μέσω των αισθήσεων, ιδίως της αφής, όταν κάποιος αντιλαμβάνεται κάτι σε άλλο σημείο απ' αυτό που έπρεπε
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλαισθησία