αλισάχνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλισάχνη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁλισάχνη (αλάτι από αλατορυχείο) < αρχαία ελληνική ἁλοσάχνη < ἅλς + ἄχνη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.liˈsa.xni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λι‐σά‐χνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλισάχνη θηλυκό
- (λόγιο) λεπτή κρούστα αλατιού που προκύπτει από εξάτμιση αλατόνερου