Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αληθινό χρώμα → δείτε τις λέξεις αληθινό και χρώμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική true color

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αληθινό χρώμα (πληθυντικός αληθινά χρώματα)