αλευρόγαλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευρόγαλη θηλυκό
- (ιδιωματικό, γαστρονομία) ζεστό ρόφημα με γάλα και αλεύρι (στη ναξιακή και ευρύτερη νησιωτική διάλεκτο)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αλευρέα
- αλευρόνερο
- → και δείτε τη λέξη αλεύρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευρόγαλη
|