αλευρογαλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλευρογαλιά | οι | αλευρογαλιές |
γενική | της | αλευρογαλιάς | των | αλευρογαλιών |
αιτιατική | την | αλευρογαλιά | τις | αλευρογαλιές |
κλητική | αλευρογαλιά | αλευρογαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευρογαλιά θηλυκό
- (ιδιωματικό), (γαστρονομία): ζεστό ρόφημα με γάλα και αλεύρι (στη δωδεκανησιακή διάλεκτο)
Σημειώσεις επεξεργασία
- εθιμικό ρόφημα των βοσκών της Καρπάθου την εποχή της κουράς των προβάτων
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αλευρέα
- αλευρόνερο
- → δείτε τη λέξη αλεύρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευρογαλιά
|