Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευροσταυρώνω < αλευροσταύρωμα

  Ρήμα επεξεργασία

αλευροσταυρώνω, πρτ.: αλευροσταύρωνα, στ.μέλλ.: θα αλευροσταυρώσω, αόρ.: αλευροσταύρωσα, παθ.φωνή: αλευροσταυρώνομαι, μτχ.π.π.: αλευροσταυρωμένος

  • με τον δείκτη του δεξιού χεριού κάνω το αλευροσταύρωμα πριν ξεκινήσω να ζυμώνω, σύμφωνα με χριστιανικό έθιμο.

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  σταυρός

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία