Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευροσταύρωμα τα αλευροσταυρώματα
      γενική του αλευροσταυρώματος των αλευροσταυρωμάτων
    αιτιατική το αλευροσταύρωμα τα αλευροσταυρώματα
     κλητική αλευροσταύρωμα αλευροσταυρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευροσταύρωμα < αλεύρι + σταύρωμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευροσταύρωμα ουδέτερο, πληθυντικός αλευροσταυρώματα

  1. σταύρωμα αλευριού
  2. σταύρωμα της αλευρωμένης λεκάνης πριν ξεκινήσει το ζύμωμα

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. χριστιανικό έθιμο ιδιαίτερα διαδεδομένο στην ελληνική ύπαιθρο όπου οι νοικοκυρές με το δείκτη του δεξιού χεριού κάνουν το σημείο του σταυρού πάνω στο αλεύρι με το οποίο είναι αλευρωμένη, πασπαλισμένη η λεκάνη ή σκάφη πριν ξεκινήσουν να ζυμώσουν.

  Μεταφράσεις επεξεργασία