αλευροπόλεμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευροπόλεμος αρσενικό
- (λαογραφία) έθιμο, όπου άτομα ή ομάδες πολεμούν εκτοξεύοντας αλεύρι, αλευρόσκονη
- → δείτε τη λέξη αλευρομουτζούρωμα (στο Γαλαξίδι)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευροπόλεμος
|