Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευροποιώ < αλεύρι + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

αλευροποιώ

  1. αλέθω δημητριακά και παράγω άλευρα
  2. αλέθω κάτι ή το κονιορτοποιώ για να το κάνω σκόνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία