Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλβανομάθεια οι αλβανομάθειες
      γενική της αλβανομάθειας των αλβανομαθειών
    αιτιατική την αλβανομάθεια τις αλβανομάθειες
     κλητική αλβανομάθεια αλβανομάθειες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλβανομάθεια < Αλβαν(ός) + -ο- + -μάθεια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /al.va.noˈma.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐βα‐νο‐μά‐θει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλβανομάθεια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία