αλβανοβουλγαρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλβανοβουλγαρικός < Αλβαν(ός) + -ο- + βουλγαρικός[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /al.va.no.vul.ɣa.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βα‐νο‐βουλ‐γα‐ρι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αλβανοβουλγαρικός, -ή, -ό
- σχετικός με Αλβανούς και Βούλγαρους
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλβανοβουλγαρικός
|
Πηγές επεξεργασία
- ↑ αλβανοβουλγαρικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας