αλαφρόμυαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλαφρόμυαλος < ελαφρόμυαλος
Επίθετο επεξεργασία
αλαφρόμυαλος, -η, -ο
- σχετικά ήπιος τρόπος χαρακτηρισμού του ανόητου, του επιπόλαιου, του μη σκεπτόμενου ατόμου ή και του μη ικανού να σκεφτεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλαφρόμυαλος
|