αλαγαλλικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
αλαγαλλικά < αλα- + γαλλικά, (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική alla francese (ενδεχομένως μέσω της αγγλικής γλώσσας)[1]
Επίρρημα επεξεργασία
αλαγαλλικά
- (κυριολεκτικά) (γενικότερα) κατά τον γαλλικό τρόπο
- σας ετοίμασα φασόλια σούπα αλαγαλλικά
- (οικείο) (ειδικότερα) που γίνεται στα κρυφά, στα γρήγορα[1]
- ο μνηστήρας της το έσκασε αλαγαλλικά
Άλλες μορφές επεξεργασία
- αλά γαλλικά, α λα γαλλικά (παλαιότερες γραφές)[2]
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 αλαγαλλικά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.