ακτοπλοϊκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτοπλοϊκός < ακτοπλο(ΐα) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kto.plo.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτο‐πλο‐ϊ‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ακτοπλοϊκός, -ή, -ό
- (ναυτικός όρος) που σχετίζεται με την ακτοπλοΐα
- ↪ ακτοπλοϊκές γραμμές