Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακτινόμετρο τα ακτινόμετρα
      γενική του ακτινομέτρου
ακτινόμετρου
των ακτινομέτρων
    αιτιατική το ακτινόμετρο τα ακτινόμετρα
     κλητική ακτινόμετρο ακτινόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτινόμετρο < ακτίν(α) + -ο- + -μετρο(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ktiˈno.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτι‐νό‐με‐τρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακτινόμετρο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία