Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτινωτά < ακτινωτός

  Επίρρημα επεξεργασία

ακτινωτά

  1. με τρόπο που να μοιάζει με εκπομπή ακτίνων ή με σχήμα ακτίνων
    οι ριπές έφευγαν ακτινωτά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ακτινωτά