ακτινοδερματίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτινοδερματίτιδα < ακτίνα + δερματίτιδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακτινοδερματίτιδα θηλυκό
- (ιατρική): δερματίτιδα που οφείλεται σε έκθεση ακτινοβολίας, που εκδηλώνεται ως ερύθημα, διάβρωση ή εξέλκωση, ή και αργότερα με υπέρχρωση ή και εξέλκωση ή άλλη αλλοίωση που χρόνια μπορεί να εξελιχθεί σε καρκίνο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακτινοδερματίτιδα
|