ακτινοδέσμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτινοδέσμη < ακτινο- + δέσμη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακτινοδέσμη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακτινοδέσμη
|