Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτίνη οι ακτίνες
      γενική της ακτίνης των ακτινών
    αιτιατική την ακτίνη τις ακτίνες
     κλητική ακτίνη ακτίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτίνη < γερμανική Aktin < λατινική actus (= κίνηση)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkti.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτί‐νη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακτίνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)