Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακρόσωμα τα ακροσώματα
      γενική του ακροσώματος των ακροσωμάτων
    αιτιατική το ακρόσωμα τα ακροσώματα
     κλητική ακρόσωμα ακροσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακρόσωμα τα ακροσώματα
      γενική του ακροσώματος των ακροσωμάτων
    αιτιατική το ακρόσωμα τα ακροσώματα
     κλητική ακρόσωμα ακροσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρόσωμα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkɾo.so.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρό‐σω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακρόσωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία