ακροβυστία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακροβυστία < (ελληνιστική κοινή) ἀκροβυστία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακροβυστία θηλυκό
- (ανατομία) το άκρο του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους
- το να παραμένει το άκρο του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους στη θέση του, να μην έχει αφαιρεθεί