Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ιατρική) ένδειξη πάθησης
    • πήγα στο γιατρό και μου βρήκε ακροαστικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ακροαστικά