ακοροΐδευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ακοροΐδευτος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του ακορόιδευτος
Συγγενικά επεξεργασία
- ακορόιδευτα
- → δείτε τη λέξη κορόιδο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακοροΐδευτος
|