ακομπανιάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακομπανιάρω < γαλλική accompagnare < a- + compagno + -are < υστερολατινική companio < cum + λατινική panis
Ρήμα επεξεργασία
ακομπανιάρω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ακομπανιαμέντο / ακομπανιαμέντο
- ακομπανιάρισμα / ακκομπανιάρισμα
- ακομπανιάριστος / ακκομπανιάριστος
- ακομπανιατέρ / ακκομπανιατέρ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακομπανιάρω