ακετόνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακετόνη | οι | ακετόνες |
γενική | της | ακετόνης | των | ακετονών |
αιτιατική | την | ακετόνη | τις | ακετόνες |
κλητική | ακετόνη | ακετόνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακετόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική acetone[1] < λατινική acetum < aceo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eḱ- (οξύς)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ceˈto.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κε‐τό‐νη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακετόνη θηλυκό
- (χημική ένωση) η πιο απλή ένωση της ομάδας των κετονών. Άχρωμο, εύφλεκτο υγρό, με χημικό τύπο CH₃COCH₃.
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ακετόνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ακετόνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας