Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kaˈta.vli.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐τά‐βλη‐τα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ακατάβλητα < ακατάβλητ(ος) +

  Επίρρημα επεξεργασία

ακατάβλητα (τροπικό επίρρημα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ακατάβλητα: κλιτός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ακατάβλητα